Guy$97370$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Guy$97370$ - translation to ελληνικό

ROPE TO CONTROL A SPAR ON A SAILBOAT
Guy (sail); Foreguy; Fore-guy; Fore guy; After guy; After-guy; Afterguy; Lazy guy; Working guy
  • Guy (red arrow), controlling the [[spinnaker]] pole.

Guy      
n. φαιδρός, καλώδιο, άνθρωπος
wise guy         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wise Guy; Wise Guys; Wiseguys; Wise guys; Wise guy (disambiguation); Wise Guy (disambiguation); Wise Guys (film); Draft:List of Wiseguy episodes; Wiseguy; Wiseguy (disambiguation)
εξυπνακίας
evil minded         
GERMAN POWER METAL BAND
Dirk Sauer; Ed guy; Evil Minded; Children of Steel (album); Children of Steel (Edguy Album)
σκεπτόμενος πονηρά

Ορισμός

guy rope
(guy ropes)
A guy rope is a rope or wire that has one end fastened to a tent or pole and the other end fixed to the ground, so that it keeps the tent or pole in position.
= guy
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Guy (sailing)

A guy (probably from Dutch gei, "brail") is a line (rope) attached to and intended to control the end of a spar on a sailboat. On a modern sloop-rigged sailboat with a symmetric spinnaker, the spinnaker pole is the spar most commonly controlled by one or more guys.